- то
- то 1σύνδ. πότε, μια•
то на право, то налево πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστερά•
то тут, то там μια εδώ, μια εκεί•
она то плакала то смеялась αυτή πότε έκλαιγε, πότε γελούσε.
|| με τα μόρια•не, или σημαίνει κάτι αμφίβολο, ακαθάριστο• σαν•
не то снег, не то дождь σαν χιόνι, σαν βροχή.
εκφρ.а то – βλ. а2• а то нет βλ. нет• не то αλλιώς, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση• (да) и то και μόνο, κι ακόμα, και επιπλέον•вино подавали за ужином, и то по рюмочке – κρασί προσέφερναν μετά το δείπνο, όμως μόμο ένα ποτηράκι.то 2βλ. тот.то 3(μόριο επιτακ. στην αρχή της κύριας πρότασης)• τότε•если так, то я не согласен άν είναι έτσι, τότε εγώ δε συμφωνώ.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.